- πλατύχωρος
- πλᾰτύ-χωρος, ον,A with broad space, roomy,
σηκοί Gp. 18.2.1
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σηκοί Gp. 18.2.1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πλατύχωρος — η, ο / πλατύχωρος, ον, ΝΜ (για τόπους, οδούς) ευρύχωρος, άνετος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ * + χῶρος] … Dictionary of Greek
πλατύχωρος — η, ο ευρύχωρος, ανοιχτός, απλωτός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλατύχωρον — πλατύχωρος with broad space masc/fem acc sg πλατύχωρος with broad space neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλατυχώρου — πλατύχωρος with broad space masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλατυχώρους — πλατύχωρος with broad space masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλατύ- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων, κατά κύριο λόγο επιθέτων, ὁλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. πλατύς με σημ. «φαρδύς, ευρύς, παχύς, πληθωρικός, μεγάλος, άνετος». Στο επίθ. πλατύς ανάγονται και ορισμένοι ξεν. επιστημονικοί όροι που… … Dictionary of Greek
χώρα — Oνομασία 5 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 400 μ.), στην πρώην επαρχία Γορτυνίας, του νομού Αρκαδίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (19 τ. χλμ.) στον οποίο υπάγονται και οι οικισμοί Δωδεκάμετρο (υψόμ. 170 μ.) και Εληά (υψόμ. 200 μ.). 2.… … Dictionary of Greek